- τσέφλοιο
- το см. τσώφλι(ο)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσέφλοιο — το, Ν βλ. τσόφλι … Dictionary of Greek
τσόφλι — και τσώφλι και τσέφλοιο και τσέφλι και τσόφλιο και τσώφλοιο, το, Ν 1. κέλυφος («το τσόφλι τού αβγού») 2. (κατ επέκτ.) φλοιός καρπού, φλούδα 3. μτφ. (περιφρονητικά) τιποτένιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. djefl. Οι γρφ. με οι προέρχονται από… … Dictionary of Greek